ἐπεξῆς

ἐπεξῆς
ἐπεξῆς, [dialect] Ion. for ἐφεξῆς.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπεξῆς — ἐφεξῆς in order ionic (indeclform adverb) ἐπεξῆς indeclform (adverb) ἐπώχατο fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφεξής — (ΑΜ ἐφεξῆς, Α ιων. τ. ἐπεξῆς, ποιητ. τ. ἐφεξείης) επίρρ. 1. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή ο ένας δίπλα στον άλλο («ἵστασθαι ἐφεξῆς», Αριστοφ.) 2. συνεχώς ή το ένα μετά το άλλο, κατά τρόπο συνδεδεμένο, συνεχή («ἐφεξῆς ἀποκρίνεσθαι», Ρούφ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • συρμαΐζω — Α [συρμαία] (για τους Αιγυπτίους) παίρνω συρμαία ως καθαρτικό φάρμακο («συρμαΐζουσι τρεῑς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”